….«πολύ φοβούμαι ότι πολλοί από ημάς είμεθα
ακόμη κατηχούμενοι, διότι, ατυχώς, εμπλεκόμεθα «ταις του βίου
πραγματείαις» και, έτσι, το «εν ου εστί χρεία» το παραμελούμεν και διατελούμεν
εις κατάστασιν αγνοίας.
+++
«Ο άνθρωπος έπεσε διά της παρακοής. Δύο δε
αίτια της πτώσεώς του είναι η φιληδονία και η έπαρσις.
«Και είδεν η γυνή, ότι καλόν το ξύλον εις βρώσιν και ότι αρεστόν τοις οφθαλμοίς
ιδείν και ωραίον έστι του κατανοήσαι»(Γεν. 3,6) ήταν η φιληδονία. Και η
έπαρσις:
«Τί ότι είπεν ο Θεός ου μη φάγητε από παντός ξύλου του Παραδείσου;… και έσεσθε
ως Θεοί» (Γεν. 3, 1 -5).
Και επεθύμησαν να γίνουν Θεοί μόνοι των. Και
ότι θα εγένοντο Θεοί κατά χάριν οι άνθρωποι, είναι βέβαιο.
Όπως λέγει ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, το
ξύλον εκείνο της γνώσεως ήτο διά να μετάσχουν οι πρωτόπλαστοι εις αυτό, αλλά μετέσχον προώρως.
Έτσι, ενώ με την υπακοήν και την προσμονήν θα
εγένοντο Θεοί, κατέπεσαν από μίαν διάθεσιν να γίνουν προ καιρού Θεοί.
Ήτο, τόσον τρομερή η πτώσις ώστε τίποτα δεν ήτο
ικανόν να σταματήση την προς την αμαρτίαν τάσιν. Δι’ αυτό και η σωτηρία που
συνίσταται εις την εποναφοράν του ανθρώπου εις το αρχαίον πρωτόκτιστον κάλλος,
γίνεται με δύο κυριαρχούντα στοιχεία εν τω προσώπω του Χριστού:
Με την εκουσίαν μέχρι σταυρού κακοπάθειαν και με την ακροτάτην ταπείνωσιν πάλιν
του σταυρού.
Θα πρέπει να ξέρωμεν ένα στοιχείον από τας
συνεπείας της πτώσεως, που είναι ουσιωδέστατον:
Μέσα εις τας ψυχάς των πρωτοπλάστων, εις τα μυχιέτατα της καρδίας των, ήτο
εγκάθετος η Χάρις του Θεού. Έτσι είχαν μίαν άμεσον σχέσιν. Η ωραία κτίσις, το
«λίαν καλά πεποιημένα» που τους περιέβαλλαν, δεν απετέλουν καθόλου εμπόδιον διά
μίαν άμεσον ανάτασιν προς το θείον· είχαν αμεσότητα κοινωνίας.
Η χάρις αυτή η ενοικούσα μέσα εις τας ψυχάς
των, με την παράβασιν εξήλθε· τότε ο διάβολος εισήλθε μέσα εις τας καρδίας των
ανθρώπων.
Αυτό ακριβώς συμβαίνει και τώρα. Γεννώμενος ο
άνθρωπος (παρ’ όλον ότι είναι «καταδικασμένος» σε αθανασία, εφ’ όσον η ψυχή του
είναι θεάπλαστη και αθάνατη), έρχεται όχι απλώς μεμολυσμένος από το προπατορικόν
αμάρτημα, αλλά και με οντολογικήν συνέπειαν την ενέργειαν την δαιμονικήν μέσα
εις την καρδίαν του, την οποίαν φέρει εν συνεχεία εφ’ όσον δεν μεσολαβεί το
άγιον Βάπτισμα κατά το οποίον αντεισάγεται (εις την δαιμονικήν ενέργειαν η
οποία εξέρχεται) η Χάρις του Θεού.
Με το άγιον Βάπτισμα έχομεν μέσα μας ολόκληρον
την Χάριν του Θεού· «όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθημεν, Χριστόν ενεδύθημεν» (Γαλ.
3. 27). Κι όχι μόνο αυτό αλλά αποκτούμεν και το «πνεύμα της υιοθεσίας» εν ω
κράζομεν «αββά ο Πατήρ», ομολογούντες ότι είμεθα παιδιά του Θεού.
Αυτά. λοιπόν, είναι τα πλαίσια μέσα εις τα
οποία ευρισκόμαστε, αδελφοί μου.
Επέσαμεν, μας εξηγόρασεν ο Χριστός διά να μας
επαναφέρει εις το πρωτόκτιστον κάλλος, διά να μας κατασήση και πάλιν κατά χάριν
θεούς, όπως ήτο εξ αρχής ο προορισμός μας από τον Θεόν.
Βεβαπτισμένοι μέσα εις τον χώρον της αγίας μας
Εκκλησίας, είμεθα ως τα κλήματα, εμμένοντες εις αδιάσπαστον σχέσιν με τον
Χριστόν, την άμπελον, ο δε Θεός Πατήρ είναι ο γεωργός ο οποίος γεωργεί
καλλιεργεί τας ψυχάς μας, όπως λέγει και στον Ιωάννην, κεφ. 15.
Ποία είναι τώρα τα μέσα με τα οποία
καλλιεργούμεθα; Είναι τα Μυστήρια της Εκκλησίας και αι Θείαι Εντολαί.
Μετά το Βάπτισμα έχομεν την θείαν Ευχαριστίαν,
κατά την οποίαν γινόμεθα «σύσσωμοι» και «σύναιμοι» με τον Χριστόν, καθιστάμενο
Χριστο-φόροι, Θεο-φόροι και Πνευματοφόροι. Κι αν πέσωμεν, «Παράκλητον έχομεν,
Ιησούν Χριστόν», ο οποίος διά της Μετανοίας (Εξομολόγησις και άφεσις), θα
μας επαναφέρη.
Όλοι μας τελούμεν υπό πτώσιν, πίπτοντες και
εγειρόμενοι· αυτή είναι η ιστορία μας.
Ο Χριστός μας έδωσε και τας θείας Εντολάς που
φθάνουν να μας θεώσουν. Όπως λέγει ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, «η προς
Θεόν αφομοίωσις τε και ένωσις, τοις των σεβασμιωτάτων εντολών ιερουργίαις και
αγαπήσεσιν επιτελείται».
Και ο Χριστός μας έδωσεν ως τεκμήριον της
αγάπης προς Αυτόν, την τήρησιν των εντολών· «Ο έχων τας εντολάς μου και
τηρών αυτάς, εκείνος έστιν ο αγαπών με» (Ιω. 14, 21).
Έτσι, διά να ευρίσκη δικαίωσιν ο προορισμός μας
θα πρέπει να είμεθα συνεχώς εις την όδόν της θεώσεως (τηρούντες τας Εντολάς και
συμμετέχοντες εις τα Μυστήρια), όπου με σταδιακάς αναβάσεις, με σταδιακάς
μεταμορφώσεις, να βλέπωμεν μέσα μας να λάμπη το φως του Θεού. Αξίζει να ενθυμηθούμε
τον άγιον Συμεών τον Νέον Θεολόγον ο οποίος έβλεπε τον εαυτόν του μέσα εις το
θείον φως να Λάμπη και να γίνεται ωραιότερος απ’ όλους τους ωραίους – όπως
έλεγε – πλουσιώτερος απ’ όλους τους πλουσίους και δυνατώτερος απ’ όλους τους
αυτοκράτορας. Τέτοια είναι ή εμπειρία των άγιων μας.
Έτσι, αδελφοί μου, είμεθα εις μίαν τραγικήν
κατάστασιν. όχι ως αγνοούντες τον προορισμόν μας, αλλά επειδή δεν ευρισκόμεθα εις τον δρόμον του προορισμού μας.
Ζώντες μέσα εις τον κόσμον, και
συσχηματιζόμενοι με τον κόσμον, και εμπλεκόμενοι ταις του βίου πραγματείαις,
και χάνοντες την ευαισθησίαν των οργάνων επαφής με το θείον, είμεθα ως πρόβατα
μη έχοντα ποιμένα, και δεν ξέρομεν από πού ερχόμαστε και πού πηγαίνομεν.
Αυτό είναι το δράμα μας, αυτή είναι η τραγωδία
όλων μας. Μορφώνομεν μίαν αντίληψιν ότι είμεθα «εκ του κόσμου» και ζούμεν
όπως όλος ο κόσμος.
Αλλά ο Κύριος και οι Απόστολοι
κάνουν μίαν οξείαν διάκρισιν μεταξύ «κόσμου» και πιστών: «Ο κόσμος εν τω πονηρώ
κείται» · «Μη αγαπάτε τον κόσμον μηδέ τα εν τω κόσμω» κλπ.
Αλλά τί είναι «κόσμος»; Δεν είναι φυσικά οι
συνάνθρωποί μας. Είναι ο κόσμος της
αμαρτίας, οι άνθρωποι οι οποιοι, δεμένοι και αγκιστρωμένοι με τα
πράγματα του κόσμου, οδεύουν μίαν ζωήν γηΐνην, εγκοσμίαν, χοϊκήν, χωρίς
αίσθησιν πνευματικήν, μη γνωρίζοντες πόθεν έρχονται και πού υπάγουν. Έτσι,
λοιπόν, ευρισκόμενοι και ημείς μέσα εις τον χώρον αυτόν, χάνομεν συχνά τον
προσανατολισμόν μας. Σε ποιόν βαθμόν τον χάνομεν, είναι βέβαια ένα άλλο θέμα·
έκαστος ας εξετάσει τον εαυτόν του. Το βέβαιον είναι ότι ο κίνδυνος να υποστώμεν
αλλοιώσεις και να συσχηματισθώμεν με τον κόσμον μας παρακολουθεί εις όλην μας
τήν ζωήν,
Έχομεν, δυστυχώς, μίαν αδυναμίαν
να μιμούμεθα.
Είναι αδυναμία που προέρχεται από την πτωχείαν μας την πνευματικήν. Έτσι
πέφτομεν και δεν ζούμεν με ενάργειαν, με ζωντάνια την μυστικήν μας σχέσιν με
τον Θεόν, όπως ζούσαν οι άγιοι με τας αδιαλείπτους προσευχάς των, με τας
αδιαλείπτους αγαπητικάς κινήσεις της ψυχής των προς τον Θεόν που δείχνουν ότι
η ψυχή είναι όντως θείον ον και δι’ αυτό πρέπει να κινήται συνεχώς προς τον
Θεόν, όπως το ηλιοτρόπιον κινείται προς τον ήλιον!
Λέγει κάπου ό ιερός Αυγουστίνος: «Ω Κύριε,
εκείνον τον καιρόν που δεν Σε εγνώριζα. τί δυστυχής πού ήμουν Οψέ Σε ηγάπησα…»
Τί ερωτικοί ύμνοι από μέρους των αγίων, τί αγάπη, τί ευγνωμοσύνη, τί δάκρυα, τί
στεναγμοί και τί έρευνα περί του τί είναι ο Θεός, πώς είναι ο Θεός, πόσον
αγαθός είναι, πώς μας περιμένει, πόσο απερίληπτος και ασύλληπτος
είναι, αλλά και τί μεγαλειώδη πλάσματα είμαστε εμείς αφού δημιουργηθήκαμε
κατ’ εικόνα Του!
Πάσχομεν, λοιπόν, αδελφοί μου, από έλλειψιν
αυτοσυνειδησίας. Δεν ξεύρομεν τί είμεθα, τί μεγαλειώδης σύνθεσις
ανθρωπολογική είμεθα και ποίος είναι ο θειότατος προορισμός μας. Χάριν αυτού
του προορισμού εκατομμύρια χριστιανών των πρώτων αιώνων και μετέπειτα υπέστησαν
είτε το μαρτύριο του αίματος είτε το αναίμακτο μαρτύριο των πνευματικών αγώνων
(την ασκητικήν δηλαδή μεθοδολογίαν της Εκκλησίας μας) αναβαίνοντες συνεχώς προς
το θείον, προς το καθ’ ομοίωσιν.
Τέτοιος είναι, λοιπόν, θεωρητικώς, ο προορισμός
του ανθρώπου, όπως τον καθώρισεν ο Θεός από άπειρη αγάπη, διά να κάμη και ημάς
το πλάσματά Του, κατά χάριν θεούς. Τώρα όμως πρέπει και ημείς, ο καθένας από
ημάς, να διερωτηθή, πρακτικώς πού ευρισκόμεθα!….»
(Απομαγνητοφωνημένη ομιλία του
π. Θεοκλήτου Διονυσιάτου στη Λεμεσό, προσκεκλημένος του Παγκυπρίου Συλλόγου
Ορθοδόξου Παραδόσεως «Οι φίλοι του Αγ. Όρους»)»….
Αποσπάσματα
Πηγή: περιοδικό «Ορθόδοξη
Μαρτυρία»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου