Απόσπασμα:
«Ὅλα, ὅσα λένε οἱ Πατέρες γιά τόν Θεό, δέν προέρχονται ἀπό φιλοσοφικό στοχασμό. Δέν κάνουν φιλοσοφία οἱ Πατέρες, οὔτε λογική. Ἀλλά τί κάνουν;
Καθαρίζουν τήν καρδιά τους καί βλέπουν τόν Θεό, ἔχουν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ καί
μετά ἀποτυπώνουν αὐτή τήν ἐμπειρία, εἴτε μέ τόν λόγο, εἴτε μέ τά κείμενά τους.
Ὁ στοχασμός ἀπαγορεύεται στούς Πατέρες τῆς
Ἐκκλησίας, ὅταν πρόκειται νά θεολογήσουν. Γι’ αὐτό ὁ μόνος συνετός τρόπος
τοῦ νά μελετᾶ κανείς τήν Ἁγία Γραφή δέν εἶναι ὁ στοχασμός. Αὐτό τό λάθος παρατηρεῖται πολλές φορές στή σύγχρονη
πραγματικότητα ὅταν κάνουμε κύκλους τῆς Ἁγίας Γραφῆς πού δυστυχῶς σέ γενικές
γραμμές εἶναι ἐπηρεασμένοι ἀπό Προτεσταντικά πρότυπα.
Λένε γιά παράδειγμα οἱ κυκλάρχισσες: «Τί λέτε
γιά αὐτό τό χωρίο;». Καί λέει ὁ καθένας ὅ,τι νομίζει. Ἔτσι θά
κάνουμε θεολογία; Δέν γίνεται ἔτσι θεολογία, νά σκεφθοῦμε δηλαδή,
νά στοχαστοῦμε πάνω σ’ αὐτό πού λέει ἡ Ἁγία Γραφή καί νά πεῖ ὁ καθένας ὅ,τι
νομίζει. Δέν εἶναι ἔτσι!
Γιά νά πεῖς, πρέπει νά ἔχεις ἐμπειρία. Γιά νά
καταλάβεις τί λέει ὁ Θεός μέσα στήν Ἁγία Γραφή, στό Εὐαγγέλιο, πρέπει νά ἔχεις
τό Πνεῦμα μέ τό ὁποῖο γράφτηκε τό Εὐαγγέλιο.
Δηλαδή νά ἔχεις ἐνεργό τό Ἅγιο Πνεῦμα καί τότε
μπορεῖς νά ἑρμηνεύσεις τόν Θεό, νά ἑρμηνεύσεις τά λόγια τοῦ Θεοῦ. Δέν
καθόντουσαν δηλαδή οἱ Πατέρες στά γραφεῖα τους γιά νά κάνουν Θεολογία ἔτσι,
κατά τρόπο Σχολαστικό, ἀλλά ἔκαναν προσευχή.
Ὁ δρόμος γιά νά καταλάβουμε τήν Ἁγία Γραφή εἶναι
ἡ προσευχή, νά μήν προσπαθοῦμε δηλαδή μέ τήν λογική καί τήν ἀφαίρεση νά τήν
καταλάβουμε. Ποιά ὅμως προσευχή; Ἡ νοερά προσευχή, ἡ ἀδιάλειπτη
προσευχή. Διότι, ὅταν ἔρχεται τό Πνεῦμα τό Ἅγιο καί ἐπισκέπτεται τόν
ἄνθρωπο καί προσεύχεται μέσα στήν καρδιά του ἀνθρώπου, τότε ὁ ἄνθρωπος
φωτίζεται καί γίνεται ἱκανός νά κατανοεῖ ὀρθά τά νοήματα τῆς Παλαιᾶς καί Καινῆς
Διαθήκης καί νά ὁδηγηθεῖ ἀπό φωτισμένος, πού εἶναι, στήν θέωση.
Ἔχουμε πεῖ ὅτι φωτισμένος εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού
ἔχει ἐνεργό τήν νοερά προσευχή στήν καρδιά του, ὄχι ἁπλῶς αὐτός πού κάνει
κάποιες καλές σκέψεις, ἀλλά αὐτός πού ἔχει συνεχῶς μέσα του τήν νοερά προσευχή.
Μάλιστα στήν πλήρη της μορφή ἡ νοερά προσευχή δέν λέγεται ἀπό τόν ἄνθρωπο, ἀλλά
ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα καί ἀκούει τό Ἅγιο Πνεῦμα ὁ ἄνθρωπος πού προσεύχεται μέσα
στήν καρδία του καί λέει ‘’Ἀββᾶ ὁ Πατήρ’’. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος μετά ἀπό φωτισμένος
μπορεῖ νά φθάσει καί στή θέωση, ἄν ὁ Θεός τοῦ τό δώσει, γιατί ὁ Θεός τό δίνει
σέ αὐτούς πού βλέπει ὅτι δέν θά βλαφτοῦν, λ.χ. δέν θά πέσουν στήν ὑπερηφάνεια.
Ὅταν καί ἐφ’ ὄσον φθάσει κανείς στή θέωση εἶναι ἀληθινά θεολόγος. Τότε μπορεῖ νά μιλήσει γιά τόν Θεό. Ὁ φωτισμένος μπορεῖ νά καταλάβει τά λόγια τοῦ Θεοῦ, νά καταλάβει τήν Ἁγία Γραφή.
Γι’ αὐτό, σύμφωνα μέ τήν παράδοση τῆς
Ἐκκλησίας μας:
Διάκος μπορεῖ νά γίνει κάποιος πού ἔχει
ἀρχίσει τήν κάθαρση καί πολεμάει τά πάθη του.
Ἱερέας, ποιμένας τῆς Ἐκκλησίας μπορεῖ νά γίνει κάποιος φωτισμένος, ἐκεῖνος
δηλαδή πού ἔχει τελειώσει μέ τήν κάθαρση καί ἔχει φθάσει στόν φωτισμό.
Ἐπίσκοπος τέλος μπορεῖ νά γίνει αὐτός πού ἔχει φθάσει στη θέωση.
Σήμερα δέν ἰσχύουν αὐτά, τά ἔχουμε κάνει στήν
ἄκρη, τά ἔχουμε ξεχάσει, δέν τά ξέρουμε κἄν, ἀλλά αὐτή εἶναι ἡ παράδοσή μας.
Δέν γινόταν κανείς Ἐπίσκοπος ἄν δέν εἶχε φθάσει στήν θέωση, γιατί ὁ Ἐπίσκοπος
εἶναι ἀκριβῶς ὁ αὐθεντικός, ὄχι μόνο ἑρμηνευτής, ἀλλά καί θεολόγος τῆς Ἁγίας
Γραφῆς καί τῆς ὅλης παράδοσης πού ἔχουμε.
Καί, ὅταν καί ἐφ’ ὅσον φθάσει στήν θέωση, τότε
γνωρίζει ἀπό τήν ἴδια τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως τί σημαίνουν ἀκριβῶς τά ρητά καί
τά νοήματα, πού συναντᾶ μέσα στήν Ἁγία Γραφή. Ὁπότε ἐδῶ ἐρχόμαστε σέ ἕνα
ἑρμηνευτικό κλειδί: Τά ρητά καί τά νοήματα, πού χρησιμοποιοῦνται μέσα στήν Ἁγία
Γραφή ἀπό τούς θεουμένους πού ἔγραψαν τήν Ἁγία Γραφή, καθώς καί τά ρητά καί τά
νοήματα πού χρησιμοποιοῦνται στά συγγράμματα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν
Ἁγίων, εἶναι θεόπνευστα μέ τήν ἔννοια – ὄχι κατά γράμμα, ὅτι τό
Ἅγιο Πνεῦμα ἔλεγε μία – μία λέξη στούς Εὐαγγελιστές καί τά ἔγραφαν, ἀλλά εἶναι
θεόπνευστα γιατί – ὅλοι αὐτοί – πού τά ἔγραψαν – ἔχουν τήν ἐμπειρία
εἴτε τοῦ φωτισμοῦ, εἴτε τῆς θεώσεως καί βάσει αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας ἔγραψαν ὅ,τι
ἔγραψαν.
Κάθε Εὐαγγελιστής ἔγραψε ἀνάλογα μέ
τό μορφωτικό ἐπίπεδο πού εἶχε καί τό λεξιλόγιο πού διέθετε. Ἔτσι βλέπουμε πιό
ἁπλά νά γράφει ὁ Ἅγιος Μᾶρκος, διαφορετικά ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος καί
διαφορετικά ὁ Ἅγιος Λουκᾶς πού ἦταν μορφωμένος, γιατρός. Ὡστόσο ὅλοι εἶναι
θεόπνευστοι, γιατί ὅλοι εἶχαν τήν ἐμπειρία τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θεώσεως ἤ μόνο
τοῦ φωτισμοῦ. Ἐπειδή δηλαδή ἔχουν αὐτήν τήν ἐμπειρία, ὅ,τι ἔγραψαν
εἶναι θεόπνευστο.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου