Μέρος Α
«Περί φόβου» . Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
Ἀκούστε τήν ὁμιλία
ἐδῶ:
Ὁμιλία
τοῦ Ἀρχ. Σάββα Ἁγιορείτου στίς 18-04-2010
«Καί οὐδενί
οὐδέν εἶπον·ἐφοβοῦντο γάρ»[1], καταλήγει τό σημερινό εὐαγγέλιο τῶν Μυροφόρων, ἀγαπητοί
ἀδελφοί. Δηλαδή, οἱ ἅγιες Μυροφόρες οἱ τόσο θαρραλέες, πού ὑπέδειξαν τόσο ἀνδρεία
συμπεριφορά καί, ἐνῶ οἱ ἄνδρες ἤτανε κλειδωμένοι, αὐτές τριγύριζαν ἐκεῖ γύρω ἀπό
τόν τάφο, ὅταν εἶδαν τόν ἄγγελο καί δέχτηκαν τήν ἀποκάλυψη, τήν φανέρωση τοῦ
συγκλονιστικοῦ γεγονότος, τοῦ συγκλονιστικοῦ θαύματος τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ
μας, μετά ἔμειναν σιωπηλές καί δέν μποροῦσαν νά ποῦν τίποτα, σέ μιά κατάσταση
δέους, σέ μιά κατάσταση ἔκπληξης θά λέγαμε, σέ μιά κατάσταση κατάπληξης μπροστά
στόν Θεό, μπροστά στό θεϊκό αὐτό γεγονός, στό μεγάλο αὐτό θαῦμα.
Καί αὐτή εἶναι
ἡ ἔννοια τοῦ φόβου ἐδῶ. Δέν εἶναι ἕνας φόβος πού ἔχει μέσα του μία δειλία. Ἤτανε
ἀνδρεῖες γυναῖκες, ἀλλά μπροστά σ’ αὐτό τό συγκλονιστικό, μπροστά σ’ αὐτή τήν
θεϊκή ἀποκάλυψη, στό μεγαλύτερο γεγονός ὅλων τῶν αἰώνων, μπροστά στήν Ἀνάσταση
μένουν σιωπηλές καί ἔχουνε αὐτό τόν φόβο, αὐτό τό δέος, αὐτή τήν κατάπληξη. Καί
ἀξιώνονται ἀπό τόν Χριστό μας νά εἶναι οἱ πρῶτες εὐαγγελίστριες, οἱ πρῶτοι
μάρτυρες τῆς Ἀνάστασης καί οἱ ὁποῖες, κατ’ ἐντολή τοῦ Κυρίου, φέρνουν αὐτό τό
μήνυμα καί στούς Ἀποστόλους.
Σήμερα
λοιπόν σκέφτηκα, μέ ἀφορμή αὐτό πού λέει τό ἱερό Εὐαγγέλιο, νά ποῦμε, μέ τή
Χάρη τοῦ Θεοῦ, γιά τό τί εἶναι ὁ φόβος. Γιατί πολλές φορές μᾶς ταλαιπωρεῖ αὐτό
τό αἴσθημα -νά τό ποῦμε- αὐτή ἡ κατάσταση, καί φοβούμαστε. Καί νά δοῦμε τί λένε
οἱ ἅγιοι Πατέρες πάνω σ’ αὐτό τό θέμα. Καί φυσικά τί λέει, πρῶτα ἀπ’ ὅλα, ὁ
λόγος τοῦ Θεοῦ.
Οἱ
Πατέρες, λοιπόν, τόν φόβο τόν συμπεριλαμβάνουν στά πάθη, καί μαζί μέ τόν φόβο
καί τίς συγγενεῖς καταστάσεις, ὅπως εἶναι ὁ τρόμος, τό δέος, τό ἄγχος, ἡ ἀγωνία,
ἡ ἀδημονία. Γενικά ὁ φόβος προκαλεῖται ἀπό τόν κίνδυνο νά στερηθοῦμε κάτι ἤ νά
πονέσουμε ἤ νά δοκιμαστοῦμε, ἤ ἐπειδή ἔχουμε αὐτή τήν ἰδέα ἤ τό αἴσθημα ὅτι θά
χάσουμε κάτι, κάτι πού ἐπιθυμοῦμε νά ἔχουμε καί κάτι στό ὁποῖο εἴμαστε
προσκολλημένοι.
Ὡστόσο, ὁ
φόβος δέν εἶναι πάντοτε πάθος. Ὑπάρχει καί καλός φόβος. Λέει ἕνας Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας,
ὁ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρέας, ἄν καί εἶναι πάθος ὁ φόβος, ὅμως δέν εἶναι κάθε φόβος
πάθος, δηλαδή κακός, ἁμαρτωλός.
Ἔτσι
λοιπόν θά δοῦμε, θά διακρίνουμε δύο εἴδη φόβου. Τό πρῶτο εἶδος φόβου εἶναι αὐτό
πού ἔβαλε ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο, ὅταν τόν ἔπλασε. Γιατί ὄντως ὁ φόβος εἶναι, θά
μπορούσαμε νά ποῦμε, ἕνα δῶρο τοῦ Θεοῦ, εἶναι μιά ἐκδήλωση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ
στόν ἄνθρωπο. Μᾶς τόν ἔδωσε ὁ Θεός τόν φόβο καί γι’ αὐτό εἶναι καλό. Ἀλλά,
δυστυχῶς, ἐμεῖς αὐτό τό δῶρο τοῦ Θεοῦ τό χρησιμοποιοῦμε σέ λάθος κατεύθυνση,
καί ἀντί νά φοβούμαστε τόν Θεό, πού εἶναι ὁ καλός φόβος, ἀντί νά φοβούμαστε μήν
χάσουμε τήν ἕνωσή μας μέ τόν Θεό, ἀντί νά φοβούμαστε μήν χάσουμε αὐτά πού μᾶς ἔχει
δώσει ὁ Θεός, τήν ὕπαρξη, τήν κατά Θεόν ὕπαρξη ὅμως… ὄχι τήν ἐμπαθή καί ἀλλοτριωμένη
ἀπό τόν Θεό ὕπαρξή μας, ἀλλά τήν ὕπαρξη πού ἔδωσε ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο πρίν ἁμαρτήσει
ὁ ἄνθρωπος, πού ἤτανε ὅλος χαριτωμένος, μέ μιά τέλεια ψυχή καί μιά πολύ ὡραία
ψυχή, λίαν καλή, καί μέ ἕνα λίαν καλό σῶμα.
Τό πρῶτο εἶδος
φόβου λοιπόν, πού τό ἔβαλε ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο, εἶναι καλό καί ἔχει δύο μορφές.
Ἡ πρώτη μορφή εἶναι τό νά φροντίζει ὁ ἄνθρωπος νά φυλάξει τήν ὕπαρξή του καί νά
προσπαθεῖ νά μήν τήν χάσει, τό σῶμα του καί τήν ψυχή του. Ἀλλά, ξαναλέω, αὐτά
τά ἀδιάφθορα, τά καθαρά, ἔτσι ὅπως μᾶς τά ἔχει δώσει ὁ Θεός. Ὄχι τό σῶμα καί
τήν ψυχή πού εἶναι συνδεδεμένα μέ τά πάθη. Κι αὐτό εἶναι καλό.
Καί ἡ
δεύτερη μορφή τοῦ καλοῦ φόβου εἶναι ὅταν ὁ ἄνθρωπος φοβᾶται τήν θεία τιμωρία σέ
πρώτη φάση, καί γενικότερα ἔχει αὐτό πού λέμε τόν φόβο τοῦ Θεοῦ. Γιά τόν ὁποῖο
φόβο τοῦ Θεοῦ λέει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ὅτι εἶναι ἡ ἀρχή τῆς σοφίας. «Ἀρχή σοφίας
φόβος Κυρίου»[2]. Καί ἐννοεῖ ἀκριβῶς αὐτόν τόν σεβασμό πού πρέπει νά ἔχουμε
πρός τόν Θεό καί ἀφετέρου νά τρέμουμε μήπως ἀποσυνδεθοῦμε, μήπως χάσουμε τήν ἕνωσή
μας μαζί Του. Καί αὐτά τά δύο εἴδη τοῦ φόβου, τοῦ καλοῦ φόβου, ὅπως
καταλαβαίνετε, συνδέονται μεταξύ τους. Ἄν κανείς δηλαδή φοβᾶται τόν Θεό, τότε
θά φροντίσει σωστά καί γιά τήν ψυχή του καί γιά τό σῶμα του. Ἕνας ἄνθρωπος πού
δέν φοβᾶται τόν Θεό, δέν τηρεῖ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ καί δέν φροντίζει γιά τήν
ψυχή του καί γιά τό σῶμα του, γιά τήν σωτηρία του… Ἡ σωτηρία τί εἶναι ἀκριβῶς;
Εἶναι νά διασώσουμε αὐτή τήν ὕπαρξή μας στόν αἰῶνα, γιά πάντα, στήν αἰωνιότητα.
Καί πῶς θά τήν διασώσουμε; Ἄν τήν ἑνώσουμε μέ τό αἰώνιο πού εἶναι ὁ Θεός. Τότε
σώζεσαι πραγματικά.
Ἔτσι καί αὐτό
πού λέμε ἔνστικτο τῆς αὐτοσυντήρησης, θά λέγαμε εἶναι κάτι καλό. Ὁ Θεός τό ἔβαλε
στόν ἄνθρωπο, ν’ ἀγαπάει τή ζωή, νά θέλει νά ζήσει. Καί εἶναι ἀρρωστημένο
πράγμα ὁ ἄνθρωπος νά θέλει νά πεθάνει καί νά θέλει ν’ αὐτοκτονήσει. Εἶναι ἀποτέλεσμα,
ὅπως θά δοῦμε, τῶν παθῶν καί τῆς ἁμαρτίας.
Ὑπάρχει ὅμως,
ὅπως εἴπαμε, καί ὁ κακός φόβος καί εἶναι ὁ φόβος πού συνδέεται μέ τό
προπατορικό ἁμάρτημα. Εἶναι συνέπεια τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος. Καί ὁ ἄνθρωπος
φοβᾶται πλέον ὄχι νά μή χάσει τήν ἕνωσή του μέ τόν Θεό, ἀλλά φοβᾶται νά μή
χάσει τίς ἀπολαύσεις τῶν αἰσθήσεων, φοβᾶται νά μή χάσει τήν καλοπέραση, φοβᾶται
νά μή χάσει ὅλα αὐτά πού τά λέμε πάθη καί ὅ,τι συνδέεται μέ αὐτά, ὅλες τίς ἀπολαύσεις
καί τίς εὐχαριστήσεις, οἱ ὁποῖες συνδέονται μέ τήν ἱκανοποίηση τῶν παθῶν. Καί ἀμέσως
μετά ἔρχεται ὁ φόβος τοῦ θανάτου. Ποιοῦ θανάτου ὅμως; Τοῦ σωματικοῦ θανάτου,
γιατί ἄν κανείς χάσει τό σῶμα, μετά δέν θά μπορεῖ νά ἔχει τίς ἀπολαύσεις. Καί
τρέμει λοιπόν νά μήν ἀρρωστήσει καί νά μήν πεθάνει! Καί εἶναι αὐτός ὁ κακός ὁ
φόβος.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος
φοβᾶται τόν Θεό, φοβᾶται τήν ἁμαρτία, φοβᾶται αὐτό πού ὑπάρχει ἐνδεχόμενο νά
τόν ἀποσυνδέσει, νά τόν ἀπομακρύνει ἀπό τόν Θεό. Κι αὐτό πού ἀπομακρύνει τόν ἄνθρωπο
ἀπό τόν Θεό εἶναι ὁ πονηρός (ὁ διάβολος), ἡ ἁμαρτία, τά πάθη. Ὅλα αὐτά φοβᾶται ὁ
ἄνθρωπος. Καί ὅταν ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ φοβᾶται αὐτά τά πράγματα -προσέξτε- δέν
φοβᾶται τόν θάνατο. Δέν φοβᾶται τόν θάνατο, ἐξαφανίζεται ὁ φόβος τοῦ θανάτου
καί ἐκεῖνο πού φοβᾶται εἶναι τόν θάνατο τῆς ψυχῆς, πού εἶναι ὁ χωρισμός τῆς ψυχῆς
-καί τοῦ σώματος βεβαίως- ἀπό τήν Θεία Χάρη. Καί αὐτός εἶναι ὁ κυρίως θάνατος, ὁ
ἀθάνατος θάνατος, δηλαδή ὁ θάνατος πού δέν τελειώνει, τό νά χωριστεῖς ἀπό τόν
Θεό, νά χωριστεῖς ἀπό τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, πού τή λέμε Θεία Χάρη. Αὐτό φοβᾶται
ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Καί βλέπετε, πῶς ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ διώχνει τόν φόβο τοῦ
θανάτου. Κι ἄν δεῖς ἄνθρωπο πού φοβᾶται τόν θάνατο, αὐτό σημαίνει ὅτι ἔχει μιά
προβληματική σχέση μέ τόν Θεό. Ἔλεγε ὁ μακαριστός ὁ π. Πορφύριος καί τό φώναζε
καί τό τόνιζε: εἶμαι ἀθάνατος!.. γιά τόν Χριστιανό δέν ὑπάρχει θάνατος οὔτε
κόλαση οὔτε διάβολος.. Μά, πῶς Γέροντα, δέν ὑπάρχει οὔτε θάνατος οὔτε κόλαση οὔτε
διάβολος; Ἀφοῦ ὑπάρχουνε.. Ὑπάρχουνε, ἀλλά γιά τόν Χριστιανό εἶναι σάν νά μήν ὑπάρχουνε.
Ἔχουνε νικηθεῖ, ἔχουνε καταπατηθεῖ καί τά τρία αὐτά ἀπό τόν Χριστό μας! Καί ὁ
Χριστιανός πού εἶναι ἑνωμένος μέ τόν Χριστό, τά ἔχει καταπατήσει κι αὐτός.
Ὁ
προορισμός τοῦ Ἀδάμ ἤτανε νά γίνει κατά χάρη ἀθάνατος∙ ἀλλά μποροῦσε καί νά
πεθάνει. Εἶχε ἐλεύθερη βούληση. Ἐάν ἐρχότανε σέ ἄμεση ἀντίθεση μέ τό θέλημα τοῦ
Θεοῦ, μποροῦσε καί νά πεθάνει. Καί δυστυχῶς διάλεξε αὐτό, διάλεξε νά πεθάνει. Ἐνῶ
εἶχε προειδοποιηθεῖ ἀπό τόν Θεό, ὅτι ἀπό τή στιγμή πού θά κάνεις παρακοή, θά
πεθάνεις. Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ ἄν τόν συγκρατοῦσε, δέν θά πέθαινε.
Τό κακό εἶδος
φόβου, τό δεύτερο εἶδος φόβου, ὅπου ὁ ἄνθρωπος φοβᾶται νά μήν χάσει τίς ἀπολαύσεις,
νά μήν χάσει τό ἀλλοτριωμένο εἶναι του, τόν κακό ἑαυτό του, εἶναι ἀποτέλεσμα αὐτῆς
τῆς πρώτης ἁμαρτίας τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας, τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος. Καί εἶναι
αὐτός ὁ κακός ὁ φόβος. Ὁ κακός προσανατολισμός αὐτοῦ τοῦ δώρου πού μᾶς ἔχει
κάνει ὁ Θεός. Γιατί εἴπαμε, ὁ φόβος πού ἔδωσε ὁ Θεός στόν Ἀδάμ καί τήν Εὔα ἦταν
ἕνα δῶρο τοῦ Θεοῦ, ἦταν κάτι καλό.
Τοῦ ἔβαλε μέσα τήν φροντίδα νά φυλάξει τόν ἑαυτό του καί νά φυλάξει καί τήν
σχέση του μέ τόν Θεό. Ὁ ἄνθρωπος τώρα αὐτόν τόν φόβο τόν κατηύθυνε στό νά
φυλάξει τόν κακό ἑαυτό του. Ἔδωσε μιά κακή κατεύθυνση σ’ αὐτό τό δῶρο τοῦ Θεοῦ.
Καί γίνεται πλέον ὁ ἄνθρωπος λάτρης τῶν παθῶν του καί τρέμει μήπως τά
χάσει.
Καί σάν ἀποτέλεσμα
αὐτῆς τῆς ὑποδούλωσης στά πάθη, πού εἶναι ὑποδούλωση στήν φιλαυτία, εἶναι ὁ ἄνθρωπος
συνεχῶς νά γεύεται τήν ὀδύνη, τόν πόνο τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος. Γιατί λένε οἱ
Πατέρες, ὅτι μετά ἀπό κάθε ἡδονή ἔρχεται ἡ ὀδύνη καί ὁ πόνος. Καί ὁ ἄνθρωπος
φοβᾶται μήπως χάσει κάποιο συγκεκριμένο αἰσθητό ἀντικείμενο ἤ τέλος πάντων
κάποια κατάσταση, ἡ ὁποία τοῦ παρέχει κάποια συγκεκριμένη ἀπόλαυση. Γιατί ἔχει
κάνει τό σχετικό, ἀπόλυτο. Δηλαδή αὐτές τίς γήινες χαρές καί ἀπολαύσεις τίς ἔχει
ἀπολυτοποιήσει, τίς ἔχει κάνει τό πᾶν. Νομίζει ὅτι αὐτό εἶναι τό πᾶν στή ζωή
του, καί εἶναι αὐτό πού λέμε πλέον ὁ ἄνθρωπος ἀλλοτριωμένος, σαρκολάτρης,
γήινος, ὑλιστής καί ὑποδουλωμένος σ’ ὅλα τά πάθη.
Καί ἄλλοτε
αὐτός ὁ φόβος συμβαίνει στήν ψυχή καί ἀπό τήν ψυχή μεταδίδεται καί στό σῶμα,
καί ἄλλοτε συμβαίνει τό ἀντίθετο, λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. Σ’ ὅλες
τίς περιπτώσεις πάντως, αὐτός ὁ κακός φόβος, ὅταν ὑπάρχει στόν ἄνθρωπο, ἀποκαλύπτει
τό δέσιμο καί τήν ἀγάπη πού ἔχει αὐτός ὁ ἄνθρωπος μέ τόν κόσμο, μέ τά κοσμικά,
μέ τά ὑλιστικά ἀγαθά, μέ τίς ἡδονές τους, μέ τόν συγκεκριμένο ὑλιστικό καί ἀθεϊστικό
τρόπο ζωῆς καί θεωρεῖ τή ζωή του σάν ἕνα ἐργαλεῖο γιά ἀπόλαυση.
Γι’ αὐτό καί εἶναι χαρακτηριστική ἡ ἔκφραση, ὅταν κανείς πεθάνει νέος, λέει,
δέν χάρηκε! Κρίμα τό παιδί… Γιατί; Θεωροῦμε τή ζωή μας σάν ἕνα μέσο ἡδονῆς, καί
ὅσο πιό πολλά χρόνια ζεῖς, ἄρα πέτυχες τόν σκοπό σου.. εἶσαι μακάριος! Μά, αὐτή
εἶναι ἡ χαρά μας; Αὐτή εἶναι ἡ μακαριότητά μας;
Ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ
ὁ Σύρος γράφει: «Ὅτε ἄνθρωπος ἐν τῇ γνώσει καί τῇ πολιτείᾳ τοῦ σώματος ἵσταται,
ἐκ τοῦ θανάτου πτοεῖται». Στήν ἁπλή γλώσσα, ὅταν ὁ ἄνθρωπος στέκεται – ζεῖ τήν
ζωή τή σωματική, τῶν αἰσθήσεων τήν ζωή, τότε φοβᾶται τόν θάνατο. Ἕνας ἄνθρωπος
πού εἶναι κολλημένος στό σῶμα καί τίς ἀπολαύσεις τίς σωματικές, τρέμει τόν
θάνατο.
Ρωτήθηκε ἕνας
Γέροντας: «Γιατί φοβᾶμαι, ὅταν περιπατῶ στήν ἔρημο; Καί ἀπάντησε: Γιατί ἐξακολουθεῖς
νά ζεῖς!». Ἐνῶ θά ἔπρεπε νά ἔχεις πεθάνει. Ὡς πρός τί; Ὡς πρός τό σῶμα, ὡς πρός
τήν ζωή αὐτή, ὡς πρός τήν προσκόλληση σ’ αὐτή τήν ζωή καί στίς ἀπολαύσεις αὐτῆς
τῆς ζωῆς.
Καί ἄλλο ἕνα
ἀπόφθεγμα: «Ἀδελφός ρώτησε ἕναν Γέροντα: Γιατί μέ καταλαμβάνει φόβος, ὅταν μοῦ
τυχαίνει νά βγαίνω μόνος τήν νύκτα; Καί ὁ Γέροντας ἀπαντάει: Γιατί ἡ ζωή τοῦ
κόσμου ἐξακολουθεῖ νά ἔχει ἀξία γιά σένα». Τό θεωρεῖς πολύ σπουδαῖο νά ζεῖς σ’
αὐτόν τόν κόσμο καί νά ζεῖς πολλά χρόνια. Καί ἀνεπιγνώστως τό ἐπιβεβαιώνουμε.
Θέλουμε νά ζήσουμε πολλά χρόνια! Βέβαια σ’ ἕναν βαθμό δικαιολογεῖται, γιατί ὁ
Θεός ἔχει βάλει μέσα στόν ἄνθρωπο τόν πόθο γιά τήν ζωή καί γιά νά φυλάξει τήν ὕπαρξή
του. Ἀλλά τί μᾶς εἶπε ὁ Χριστός μας; «Μήν φοβᾶστε ἀπό τῶν ἀποκτενόντων τό σῶμα,
τήν δέ ψυχήν μή δυναμένων ἀποκτεῖναι∙ νά φοβηθεῖτε Αὐτόν πού ἔχει τήν ἐξουσία
νά σᾶς βάλει στήν γέεννα τοῦ πυρός»[3]. Κι αὐτός εἶναι ὁ Θεός! Ἑπομένως, μᾶς
καλεῖ σέ μία ἀπάρνηση, σέ μία ἐλευθερία ἀπό τήν προσκόλληση σ’ αὐτή τή ζωή. Γι’
αὐτό καί εἶπε, ὅποιος θέλει νά Μέ ἀκολουθήσει, πρέπει νά ἀρνηθεῖ ἀκόμα καί τήν
ψυχή του[4]! Καί ἡ ψυχή ἔχει τήν ἔννοια τῆς ζωῆς. Δηλαδή ἄν χρειαστεῖ, γιά νά
φυλάξεις τήν ἕνωσή σου μέ τόν Χριστό, νά χάσεις τήν βιολογική ζωή σου, νά τό ἐπιλέξεις∙
νά τήν χάσεις, προκειμένου νά μήν χάσεις τήν ἕνωσή σου μέ τήν Ζωή, πού εἶναι ὁ
Χριστός.
Ἐνῶ τό πρῶτο
εἶδος φόβου, πού εἴπαμε εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, εἶναι τό κατά φύσιν, τό δεύτερο
εἶδος φόβου, πού φοβᾶται ὁ ἄνθρωπος νά μή χάσει τίς ἀπολαύσεις τίς γήινες καί
τά πάθη μέ τά ὁποῖα αὐτές εἶναι συνδεδεμένες, εἶναι παρά φύσιν, εἶναι παράλογο.
Εἶναι ἕνα κακό πάθος καί ὀφείλεται στό γεγονός ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀπομάκρυνε τόν
διπλό σκοπό τοῦ φόβου, πού εἴπαμε ὅτι ἤτανε ἀφενός μέν νά συντηρήσει τήν ὕπαρξή
του, νά τήν σώσει, ψυχή καί σῶμα, καί ἀφετέρου νά σώσει τήν ἕνωσή του μέ τόν
Χριστό, νά διαφυλάξει τήν κοινωνία του, τήν κοινωνία μέ τόν Χριστό. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος
ἀπομακρύνει αὐτόν τόν σκοπό ἀπ’ τή ζωή του, τότε πέφτει στόν ἄλλο φόβο, τόν
κακό φόβο, καί φοβᾶται μή χωριστεῖ ἀπ’ αὐτόν τόν προσωρινό κόσμο καί φοβᾶται μή
χάσει τήν ἐμπαθῆ ζωή καί τήν ἡδονή πού συνδέεται μ’ αὐτή.
Ἀντί νά
φοβᾶται ὅ,τι ἀπειλεῖ τήν ὕπαρξή του καί ἰδιαίτερα τήν πνευματική του ὕπαρξη, ὁ ἄνθρωπος
ἀρχίζει νά φοβᾶται ὅ,τι θέτει σέ κίνδυνο τό αἰσθητό εἶναι του, ἤ θά λέγαμε ἴσως,
καί τό αἰσθησιακό εἶναι του, ὅ,τι συνδέεται μέ τίς αἰσθήσεις καί μέ τίς ἀπολαύσεις.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου