Κάποτε μέ πλησίασαν δυό ἀδελφοί, πού στενοχωροῦσε ὁ ἕνας τόν ἄλλο, καί ἔλεγε ὁ
μεγαλύτερος γιά τό μικρότερο: «Τοῦ λέω νά κάνει κάτι καί στενοχωριέται καί
στενοχωριέμαι κι ἐγώ, γιατί σκέπτομαι ὅτι ἄν μέ ἀγαποῦσε καί μ᾿ ἐμπιστευόταν,
θά τόν πληροφοροῦσε ὁ Θεός νά τά δεχτεῖ»1. Καί ὁ μικρότερος ἔλεγε: «Συγχώρεσέ
με, Γέροντα, γιατί ἔχω τήν ἐντύπωση ὅτι δέν μοῦ μιλάει μέ φόβο Θεοῦ, ἀλλά σάν
νά θέλει νά μέ διατάζει. Καί νομίζω ὅτι γι᾿ αὐτό δέν ἀναπαύεται ἡ καρδιά μου, ὅπως
λένε οἱ Πατέρες»2. Προσέξτε, πῶς ὁ ἕνας ἔριξε τό
βάρος στόν ἄλλο, καί κανείς τους δέν κατηγόρησε τόν ἑαυτόν του. Ἄλλοι
δυό πού στενοχώρησαν ὁ ἕνας τόν ἄλλο, ἔβαλαν μέν ὁ ἕνας στόν ἄλλο μετάνοια,
παρέμειναν ὅμως ἀνειρήνευτοι. Καί ὁ μέν ἕνας ἔλεγε:
« Δέν μοῦ ἔβαλε μέ τήν καρδιά του μετάνοια καί γι᾿ αὐτό δέν ἀναπαύτηκα.
Γιατί ἔτσι ἔχουν πεῖ οἱ Πατέρες». Ὁ δέ ἄλλος ἔλεγε: «Ἐπειδή δέν εἶχε προδιατεθεῖ
μέ ἀγάπη πρός τό πρόσωπό μου, πρίν ἐγώ τοῦ δείξω τή μετάνοιά μου, γι᾿ αὐτό κι ἐγώ
δέν ἀναπαύτηκα». Βλέπετε αὐταπάτη, ἀδελφοί μου,
βλέπετε πῶς διαστράφηκε ὁ λογισμό τους; Ὁ Θεός γνωρίζει πόσο μεγάλη
κατάπληξη μοῦ προξενεῖ τό ὅτι ἀκόμα καί τούς Πατέρες χρησιμοποιοῦμε, σύμφωνα μέ
τά θελήματά μας τά πονηρά, γιά νά χάσουμε τίς ψυχές μας. Ἔπρεπε νά πάρει καθένας ἐπάνω του τήν εὐθύνη καί νά
κατηγορήσει τόν ἑαυτόν του καί νά πεῖ: «Δέν ἔβαλα εἰλικρινά μετάνοια
στόν ἀδελφό μου γι᾿ αὐτό δέν τόν ἀνέπαυσε ὁ Θεός». Ὁ δέ ἄλλος νά πεῖ: «Ἐγώ δέν
εἶχα τήν καρδιά μου ἕτοιμη νά συγχωρέσει καί ν᾿ ἀγαπήσει τόν ἀδελφό μου, πρίν αὐτός
μοῦ ἐκφράσει τή μετάνοιά του καί γι᾿ αὐτό δέν τόν ἀνέπαυσε ὁ Θεός». Ἔτσι θά ἔπρεπε
νά κάνουν καί οἱ προηγούμενοι. Ὁ μέν πρῶτος ἔπρεπε νά πεῖ: «Ἐγώ μιλάω μέ αὐθάδεια
γι᾿ αὐτό δέν ἀναπαύει ὁ Θεός τόν ἀδελφό μου». Καί ὁ ἄλλος ἔπρεπε νά
λογίζεται: «Ὁ ἀδελφός μου μοῦ δίνει ἐντολές μέ ταπείνωση καί ἀγάπη, ἀλλά ἐγώ εἶμαι
ἀνυπότακτος καί δέν ἔχω φόβο Θεοῦ». Ἀλλ᾿ ὅμως κανένας τους δέν βρῆκε τό σωστό
δρόμο καί δέν κατηγόρησε τόν ἑαυτόν του. Ἀντίθετα καθένας ἔριξε τό βάρος στόν ἄλλον.
Νά, γι᾿ αὐτό δέν μποροῦμε νά προκόψουμε,
γι᾿ αὐτό δέν βρίσκουμε ὠφέλεια σέ τίποτα, ἀλλά περνᾶμε ὅλο τόν καιρό μας
σαπίζοντας ἀπό τούς λογισμούς, πού κάνουμε ἐναντίον τῶν ἀδελφῶν μας, καί
κατατσακιζόμαστε. Ἐπειδή καθένας δικαιώνει τόν ἑαυτόν
του. Καί ὅλοι μας ἔχουμε τήν ἀπαίτηση νά τηροῦν οἱ ἄλλοι τίς ἐντολές τοῦ
Θεοῦ, γι᾿ αὐτό καί δέν μποροῦμε νά συνετιστοῦμε νά κάνουμε τό καλό, γιατί ἄν ποτέ καί τό ἐλάχιστο μάθουμε, ἀμέσως ἀπαιτοῦμε ἀπό
τόν ἀδελφό μας νά τόν ἐφαρμόσει, κατηγορώντας τον καί λέγοντας: «Πρέπει
νά κάνει αὐτό» ἤ «γιατί αὐτό δέν τό ἔκανε ἔτσι»; Γιατί νά μήν ἀπαιτοῦμε
καλύτερα ἀπό τούς ἑαυτούς μας νά ἐφαρμόζουμε τίς ἐντολές καί νά μήν κατηγοροῦμε
τούς ἑαυτούς μας σάν παραβάτες;
Ποῦ εἶναι ἐκεῖνος ὁ Γέροντας, πού ὅταν τόν ρώτησαν: «Τί περισσότερο βρῆκες σ᾿ αὐτόν τόν δρόμο, Πάτερ;» ἀπάντησε:
« Ἔμαθα στό κάθετι νά κατηγορῶ τόν ἑαυτόν μου», πράγμα πού ἔκανε αὐτόν πού τόν
ρώτησε νά τόν ἐπαινέσει καί νά τοῦ πεῖ: «Ἄλλος δρόμος ἐκτός ἀπ᾿ αὐτόν δέν ὑπάρχει»3.
Ὅμοια καί ὁ Ἀββᾶς Ποιμένας εἶπε ἀναστενάζοντας: «Ὅλες
οἱ ἀρετές μπῆκαν σ᾿ αὐτό τό σπίτι, ἐκτός ἀπό μία καί χωρίς αὐτή δύσκολα
στέκεται ὁ ἄνθρωπος». Καί τόν ρώτησαν: «Ποιά εἶναι αὐτή;» καί λέει: «Ἡ αὐτομεμψία»4. Καί ὁ
Μ. Ἀντώνιος εἶπε: «Αὐτή εἶναι ἡ σπουδαιότερη πνευματική ἐργασία, πού ἔχει
νά κάνει ὁ ἄνθρωπος μέσα του. Νά ἐπωμίζεται τά λάθη του ἀπέναντι στό Θεό καί νά
προετοιμάζεται γιά τούς πειρασμούς μέχρι τήν τελευταία του ἀναπνοή»5. Καί παντοῦ βλέπουμε ὅτι αὐτό τηροῦσαν οἱ Πατέρες καί ἀναπαύονταν,
ἀναφέροντας τά πάντα στό Θεό, ἀκόμα καί τά πιό ἀσήμαντα.
Ἔμεῖς ὅμως γιά κάθε πράγμα θεωροῦμε ὑπεύθυνο τόν ἀδελφό μας,
κατηγορώντας τον ὅτι μᾶς περιφρονεῖ καί ὅτι ἐνεργεῖ χωρίς συνείδηση. Καί ἄν ἀκούσουμε
ἕνα λόγο ἀποδίδοντάς τον ἀμέσως σέ κακή πρόθεση, λέμε: «Ἄν δέν ἤθελε νά μέ
πληγώσει, δέν θά τό ἔλεγε». Ποῦ νά βρεθεῖ ὁ ἁγιος ἐκεῖνος πού εἶπε γιά τό Σεμεΐ
«Ἀφῆστε τον, νά καταραστεῖ, γιατί ὁ Θεός τοῦ εἶπε νά καταραστεῖ τό Δαυΐδ,»
(Βασ. Ιστ΄: 10).
Τόν φονιά πρόσταξε ὁ Θεός νά καταραστεῖ τόν Προφήτη; Πῶς λοιπόν τοῦ
μίλησε ὁ Θεός; Ἀλλά ὁ Προφήτης σάν σοφός καί ἐπειδή ἤξερε, ὅτι τίποτα ἄλλο δέν ἑλκύει
τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ στήν ψυχή ὅπως οἱ πειρασμοί,
καί μάλιστα ὅταν ἔρχονται ἐπί πλέον σέ καιρό δοκιμασίας καί δύσκολης
περιστάσεως, ἔλεγε: «Ἀφῆστε τόν, νά καταριέται τό
Δαυΐδ, γιατί τοῦ εἶπε ὁ Κύριος νά τό κάνει». Γιατί; «Μήπως δεῖ ὁ Θεός
τήν ταπείνωσή μου καί μοῦ ἀποδώσει καλό ἀντί γιά τήν κατάρα του». «Βλέπεις μέ
πόση σύνεση ἐνεργοῦσε ὁ Προφήτης; Γι᾿ αὐτό καί διαφωνοῦσε μ᾿ ὅσους ἤθελαν νά
τόν ὑπερασπισθοῦν λέγοντας: «Γιατί ἀσχολεῖσθε μέ μένα, παιδιά τῆς Σαρούϊας; Ἀφῆστε
τον νά καταριέται, γιατί ὁ Κύριος τόν παρακίνησε».
Ἐμεῖς ὅμως δέν ἀνεχόμαστε νά ποῦμε γιά
τόν ἀδελφό μας: «Ὁ Κύριος τόν παρακίνησε», ἀλλά ἄν ἀκούσουμε ἕνα λόγο, ἀμέσως νιώθουμε ὅπως οἱ σκύλοι. Ρίχνει
κανείς ἐπάνω τους πέτρα καί ἀφήνουν αὐτόν πού τούς πετροβόλησε καί δαγκώνουν
τήν πέτρα. Ἔτσι κάνουμε καί ἐμεῖς. Ἐγκαταλείπουμε τό Θεό, πού ἐπιτρέπει νά μᾶς
βροῦν συμφορές γιά νά καθαριστοῦμε ἀπό τίς ἁμαρτίες μας καί τά βάζουμε μέ τόν ἀδελφό μας λέγοντας: «Γιατί μοῦ τό ᾿πε;
Γιατί μοῦ τό ἔκανε»; Καί ἐνῶ μποροῦμε ἀπ᾿ αὐτά νά ἔχουμε μεγάλη ὠφέλεια,
βλάπτουμε τόν ἑαυτό μας, χωρίς νά καταλαβαίνουμε ὅτι ὅλα γίνονται μέ τήν
Πρόνοια τοῦ Θεοῦ γιά τό συμφέρον τοῦ καθενός. Ὁ Θεός νά μᾶς χαρίσει σύνεση μέ
τίς εὐχές τῶν Ἁγίων. Ἀμήν.
Τῷ Θεῷ πρέπει κάθε δόξα τιμή καί προσκύνηση,
τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων.
Ἀμήν!
Ἀββᾶ
Δωροθέου
Ἀπό τό βιβλίο: «Ἀββᾶ Δωροθέου ἔργα ἀσκητικά»
(Ζ΄ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ σελ. 215-221)
Ἐκδόσεις «ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ»,
Ἱερά Μ. Τιμίου Προδρόμου Καρέα
1«Εἶπε ὁ Ἀββᾶς
Ποιμήν: Εἰς ὅν ἡ καρδία σου οὐ πληροφορεῖται, μή πρόσχῃς τούτῳ τῇ καρδίᾳ». (Ἀββᾶς
Ποιμήν P.G. 65, 341C).
2Ἡ ἀμφιβολία
καί ἡ ἀβεβαιότητα, καρπός τοῦ μεταπτωτικοῦ ψυχισμοῦ
τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ ἀφαιροῦν κάθε εἶδος ἀναπαύσεως τῆς ψυχῆς του.
Τότε μόνον ἀναπαύεται ὁ ἄνθρωπος, ὅταν πληροφορεῖται ἀπό τή συνείδησή
του ὅτι ὅλα ἔχουν καλῶς καί πρός τόν Θεόν, καί πρός τόν πλησίον καί πρός τόν ἑαυτόν
του. Ὁ διάβολος ὅμως καλλιεργεῖ ψευδεῖς
πληροφορίες καί πλανάει τούς ἄπειρους στήν πνευματική ζωή. Γι᾿ αὐτό καί οἱ ἀγωνιζόμενοι
νηπτικά τήν πληροφόρησή τους δέν τήν δέχονται ἀπό τή συνείδησή τους ἀλλά μόνον ἀπό
τό Γέροντά τους ἤ ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο.
Πληροφορία εἶναι ἡ ἐσωτερική καί συνειδητή βεβαιότητα γιά τήν ὀρθότητα
πράξεως ἤ λογισμοῦ ἤ γνώσεω κτλ. ἤ γιά τήν ἀποκάλυψη τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ σέ
κάθε περίσταση.
3P.G. 65, 197, CD.
4P.G. 65, 356, B.
5P.G. 65, 77A.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου